τετραγραμμιαῖος

τετραγραμμιαῖος
τετρα-γραμμιαῖος, ον, (
A

γράμμα 11.5

) weighing four scruples, of gold coins, BGU316.16 (iv A.D.), PFlor.95.10 (iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετραγραμμιαίος — ον, Α (για χρυσά νομίσματα) αυτός που ζυγίζει τέσσερα γράμματα, τα οποία ήταν υποδιαίρεση μέτρου βάρους («τετραγραμμιαῑα νομίσματα», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γράμμα «υποδιαίρεση μέτρου βάρους» + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”